- φιλοπάρθενος
- φιλοπάρθενοςloving virginsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπάρθενος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τα νεαρά κορίτσια («θεός ἐστι φιλοπάρθενος», Αχιλλ.) 2. αυτός που αγαπά την παρθενική αγνότητα («παρθένος αὕτη καὶ φιλοπάρθενος», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παρθένος] … Dictionary of Greek
φιλοπάρθενον — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem acc sg φιλοπάρθενος loving virgins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαρθένου — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπαρθένους — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπάρθενε — φιλοπάρθενος loving virgins masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek